φλουρί — φλουρί, το και φλωρί, το (λ. λατ.) 1. χρυσό νόμισμα των Βυζαντινών. 2. κάθε χρυσό νόμισμα των παλιών, όπως το κωσταντινάτο, το ενετικό δουκάτο, ο τουρκικός μαχμουδιές: Τι μ ωφελούνε τα φλουριά, το κίτρινο χρυσάφι...; (Γ. Βιζυηνός). 3. το κίτρινο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλωρί — το, ΝΜ, και λόγιος τ. φλωρίον Ν το φλουρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. λατ. florinus (βλ. και λ. φλουρί)] … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
κω(ν)σταντινάτο — το [Κωνσταντίνος] 1. χρυσό νόμισμα που παριστάνει τον Μέγα Κωνσταντίνο και την αγία Ελένη και φοριέται ως κόσμημα ή ως φυλαχτό 2. (και ως επίθ.) αυτό που έχει πάνω του χαραγμένη τη μορφή τού Μεγάλου Κωνσταντίνου και τής αγίας Ελένης («φλουρί… … Dictionary of Greek
φλουροκαπνισμένος — και φλωροκαπνισμένος, η, ο, Ν 1. επιχρυσωμένος 2. ξανθός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλουρί / φλωρί + καπνισμένος (< καπνίζω), πρβλ. μαλαμο καπνισμένος] … Dictionary of Greek
φλωρένιος — ια, ο, Ν όμοιος με φλουρί … Dictionary of Greek
Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των … Dictionary of Greek
βασιλόπιτα — η η πίτα που κόβουμε την Πρωτοχρονιά, ανήμερα του Αγίου Βασιλείου με νόμισμα μέσα: Έτυχα το φλουρί της βασιλόπιτας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλωρί — το (λ. λατ.), βλ. φλουρί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)