φλουρί

φλουρί
το, Ν
1. κάθε παλαιό χρυσό νόμισμα («το φλουρί τής βασιλόπιτας τό βρήκε ο μικρός»)
2. (ειδικά) χρυσό βυζαντινό νόμισμα
3. μεταλλικό κόσμημα παραδοσιακής φορεσιάς («η παραδοσιακή φορεσιά τής Σαλαμίνας έχει πολλά φλουριά ως κοσμήματα στήθους»)
3. συνεκδ. το κίτρινο χρώμα, το χρυσαφί
4. φρ. α) «έγινε [κίτρινος] σαν το φλουρί» — χλόμιασε από φόβο ή από συγκίνηση
β) «είναι βουτηγμένος στο φλουρί» — είναι πάμπλουτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. λατ. florinus < florens nummus < florens, μτχ. του ρ. floreo «ανθίζω» + nummus «είδος νομίσματος». Ο τ. φλουρί με κώφωση τού αναμενόμενου -ω- (πρβλ. φλωρί), πρβλ. κώδων: κουδούνι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φλουρί — φλουρί, το και φλωρί, το (λ. λατ.) 1. χρυσό νόμισμα των Βυζαντινών. 2. κάθε χρυσό νόμισμα των παλιών, όπως το κωσταντινάτο, το ενετικό δουκάτο, ο τουρκικός μαχμουδιές: Τι μ ωφελούνε τα φλουριά, το κίτρινο χρυσάφι...; (Γ. Βιζυηνός). 3. το κίτρινο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλωρί — το, ΝΜ, και λόγιος τ. φλωρίον Ν το φλουρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. λατ. florinus (βλ. και λ. φλουρί)] …   Dictionary of Greek

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • κω(ν)σταντινάτο — το [Κωνσταντίνος] 1. χρυσό νόμισμα που παριστάνει τον Μέγα Κωνσταντίνο και την αγία Ελένη και φοριέται ως κόσμημα ή ως φυλαχτό 2. (και ως επίθ.) αυτό που έχει πάνω του χαραγμένη τη μορφή τού Μεγάλου Κωνσταντίνου και τής αγίας Ελένης («φλουρί… …   Dictionary of Greek

  • φλουροκαπνισμένος — και φλωροκαπνισμένος, η, ο, Ν 1. επιχρυσωμένος 2. ξανθός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλουρί / φλωρί + καπνισμένος (< καπνίζω), πρβλ. μαλαμο καπνισμένος] …   Dictionary of Greek

  • φλωρένιος — ια, ο, Ν όμοιος με φλουρί …   Dictionary of Greek

  • Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

  • βασιλόπιτα — η η πίτα που κόβουμε την Πρωτοχρονιά, ανήμερα του Αγίου Βασιλείου με νόμισμα μέσα: Έτυχα το φλουρί της βασιλόπιτας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλωρί — το (λ. λατ.), βλ. φλουρί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”